- συνελευστικός
- -ή, -όν, Α [συνέλευσις]ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνελευστικόν — συνελευστικός disposed for society masc acc sg συνελευστικός disposed for society neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνελευστικήν — συνελευστικός disposed for society fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέλευστος — ὁ, ἡ, Α συνελευστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + έλευστος (< θ. ελευσ τού μέλλ. ἐλεύσομαι τού ρ. ἐλεύθω* «έρχομαι»)] … Dictionary of Greek